- Πυθαγορικοῦ
- Πῡθαγορικοῦ , Πυθαγόρειοςof P.masc/neut gen sgΠυθαγορικόςin the Pythagorean mannermasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
ЯМВЛИХ — • Iamblĭchus, Ίάμβλιχος, 1. уроженец Вавилона или Сирии, во 2 в. от Р. X. написал δραματικόν, эротический роман (любовная история Родана и Синониды), полный странных приключений, в которых играли большую роль магия и теургия.… … Реальный словарь классических древностей
προσεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. εκθέτω δημόσια επιπροσθέτως 2. παθ. προσεκτίθεμαι εκθέτω, διηγούμαι επί πλέον («προσεκθησόμεθα τὴν τοῡ Πυθαγορικοῡ... κανόνος κατανομήν», Νικόμ.) … Dictionary of Greek